δακτυλοδικτος

δακτυλοδικτος
    δακτυλόδικτος
    δακτῠλό-δικτος
    2
    пущенный пальцами
    

δακτυλόδικτον μέλος Aesch. — гудение пущенного волчка


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "δακτυλοδικτος" в других словарях:

  • δακτυλόδικτος — δακτυλόδικτος, ον (Α) φρ. «δακτυλόδικτον μέλος» (Αισχ.) ο ήχος τής σβούρας την οποία έριξε κάποιος με τα δάχτυλα τού χεριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος + *δικτος < δικείν, απαρμφ. του αορ. έδικον τού άχρηστου ενεστ. *δίκω «ρίχνω, χτυπώ»] …   Dictionary of Greek

  • δακτυλόδικτον — δακτυλόδικτος thrown from the fingers masc/fem acc sg δακτυλόδικτος thrown from the fingers neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»